Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Η λίμνη του Μαγκλή

Εγώ εν τζ' ήθελα να κάτσω στη Λακατάμια. Ονειρευόμουν κάπου έξω που τη Λευκωσία, Σια, Πυργά, έστω Μοσφιλωτή. Το σενάριο των βουκολικών μου πόθων τερματίστηκε όταν η μάνα μου (ο κύριος χρηματοδότης του έργου) δέχτηκε να έρθει σε επιτόπια επίσκεψη σε ένα κομμάτι γης στη Μοσφιλωτή. Μα τόσα...; γύρισε τζαι είπε του μεσίτη άμα άκουσε το ποσό (τότε ακόμη ήταν σε λίρες). "Δαμέ, ούτε το γάρο μου εν θα σσιίνιαζα!"

Έτσι βρέθηκα να ζω από Αθήνα στη Λακατάμια. Οι γείτονές μου είναι ενεργοί πολίτες. Άμα ππέφτουν φύλλα στο πεζοδρόμιο που κάνα δεντρό, συνάουν υπογραφές για να το κόψουν. Το ίδιο κάμνουν άμα ανθίσει τίποτε στην αυλή σου που τραβά τες μέλισσες. Συνάουν υπογραφές τζαι παν στο Δήμο να το κόψει ή έστω να του κάμει μια γενετική θεραπείαν να μεν ανθίζει.  Για τους σιιύλους τζαι τους κάττους εν συνάουν υπογραφές. Γίνονται πιο "active", γοράζουν λανέιτ, βουττούν μέσα κομματούθκια κρέας τζαι νύχτα πο' ν' τους θωρεί κανένας σύρνουν τα ποτζεί ποδά, να "καθαρίσει ο τόπος".

Για ένα πράμα μόνο συνεχίζω να πιστεύω στη σωτηρία της ψυχής τους/μας: Κόμα να στείλουν επιστολή για τη λίμη Μαγκλή στο Δήμο. Μιαν επιστολή να παραπονιούνται για τα κουνούπια, για τη γεριμία γυρό γυρό, για τους μιτσιούς που παν τζαμέ τη νύχτα τζαι φιλιούνται, για τους Ρουμάνους που κάμνους πικ-νικ τη Κυριακή. Τελικά η λίμνη του Μαγκλή αρέσκει τους, αρέσκει μας ούλλους. Τελικά, η λίμνη του Μαγκλή, χωρίς να της αγαπούμε ή να τη μισούμε ιδιαίτερα, χωρίς υπογραφές, χωρίς κκοτσιάννια (έτσι ενομίζαμεν), χωρίς εισιτήρια, χωρίς ττέλια (ευτυχώς πάντα κάποιος σύρνει τα κάτω) εν τζιαμέ, πίσω που τα πολυτελή σπίθκια "on the hill top". 

Την πρώτη φορά που πήα τζιαμέ έπαθα, σαν να μεν ήμουν στη Λακατάμια, γυρό γυρό καλάμια, άλλα φετινά τζ άλλα παλλιά, κόνιζοι, σημάθκια πά' στη λάσπη που τα σκουλουκούθκια της νύχτας, ελικοπτερούθκια να πετούν, μέσα μέσα θωρείς κάτι αδρώπους που ψαρεύκουν (έτσι για το χάζι, δηλαδή) τζ' εν τόσο τζ' ευτυχισμένοι τζ' ίλαροι πο' 'νε μοιάζουν με Κυπραίους, τις Κυριακές μες την άννοιξη εθώρες οικογένειες ανατολικοευρωπαίων που κάθουνταν στην άκρη, πα' στα χόρτα, τζαι για πρώτη φορά εν εσκέφτεσουν "Ρουμάνοι" "Πολωνοί" "μπίρες" "ρωσίδες" μα έρκετουν στο νου σου τζείνος ο πίνακας του Σερά που δείνει κόσμο να παρπατά γυρό που το νησί του Grande Jatte.  Βασικά, μούζα να 'σιει το  πολυπολιτισμικό (τάχατες) "Rainbow Festival" (τζείνο που έδωκεν εργολαβία η κυβέρνηση στην ΚΙΣΑ), οι πραγματικά πολυπολιτισμικοί χώροι εν τζείνοι που δίπλα μας, τζαμέ που πάμε τζαι μεις, χωρίς να μας περνά που το νου να γυρίσουμε τη γειτονιά να συνάξουμεν υπογραφές.

Φαίνεται όμως ότι ελογαριάζαμε χωρίς τον Ξενοδόχο διότι ο ξενοδόχος ένεν ο Μαγκλής, ή ο γιος του Μαγκλή, ή ο άγγονάς του ή έστω ένας κληρονόμος του που έσσιει πολλά ριάλλια τζ' εν ασχολείται με ένα ξημαρότοπο στην Λακατάμια. Βασικά, η λίμνη ένεν του Μαγκλη αλλά του Νικηφόρου. Άσχετο ότι εν την λεν "Η λίμνη του Νικηφόρου". Τζ' ο δημόσιος κήπος της Πάφου εν των παπάων αλλά λαλούν τον "ο Κήπος", τζ' η χωράφα δαμέ πάρακάτω εν του Νικηφόρου τζαι πάλε λαλούν την "το Πάρκο". Δυστυχώς πώς τούτα ούλλα εγίναν "του Νικηφόρου" εν θα μάθουμε ποττέ.

Ως επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες στη Λακατάμια (που τα Καλλιάνια, που την Πανιαγιά της Πάφου, που τους συνοικισμούς, που την Τζυπερούντα) πρέπει να πούμε του Νικηφόρου ότι ενεν δική του η Λίμνη, εν δικαιούται να την αποξηράνει, αν έχει το ψυχικό κάλλος ας τη σάσει, να τη καθαρίσει, να βαλει τους κηπουρούς τζαι τους αναγιωτούς του να φυτέψουν δεντρούδκια τζαι φκιόρα.

Μπορεί να είναι μια τεχνιτή λίμνη, σε ιδιωτική γη, αλλά τωρά εν η Λίμνη του Μαγκλή (Λίμνη με κεφαλαίο Λ, όι κολύμπα με μικρό κ), τζαι εν γίνεται ένας οικότοπος ολόκληρος να ανήκει στον Νικηφόρο, δαμέ εδώκαν οι Εγγλέζοι πίσω στο Δήμο το Βεραγγάρια τζαι μεις εννά δώκουμε πίσω στο Νικηφόρο τη Λίμνη του Μαγκλή;

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

κάτι πάει λάθος!!!

Έγραψα πριν τρεις ημέρες για την γιορτή της αρφής μου. Βασικά έγραψά το για να το δκιεβάσει η ίδια τζαι να χαρεί, ή έστω, να κάμει χάζιν. Έσιει που το Σάββατο που της τηλεφωνώ τζια αρωτώ την αν το δκιέβασε. Ε, κόμα να το δκιαβάσει. Σάββατο νύχτα που της τηλεφώνουν είπεν μου (με μια φωνούα κόσμια επιτακτική, έτσι όπως διατάζει ο κακός αστυνόμος (Χρ. Χρυσάνθου) στην Πανσέληνο τον Νυχτερίδα στο τηλέφωνο άμα έσιει άλλους μπροστά: "Κλείσε, έχω ξένους, όι τωρά". Την Κυριακή έπιασά την πάλε τηλέφωνο μα είπε μου ότι εν άννοιεν το σάιτ. Που την άλλη, είσιε ΤΡΙΑ πλυντήρια διότι εφκύκεν ο γιος της πρώτην άδεια που τον στρατό (όπως που να σαι νιόπαντρη τζαι πλυννύσκει τους τα μεταξωτά σώβρακα στο σιέρι, να μεν χαλάσουν μισςιμου, κατά βάθος, για να εμπεδώσεις εσύ την πίστη σου στις συζυγικές σου ικανότητες). Ως τζαι sms έστειλά της για το URL της Μιρμιόνας. Εχτές εν την έπιασα αλλά εμάχουμουν ούλλη μέρα να λύσω το πρόβλημα με τα settings του blog (έτσι εκατάλαβα, ότι είχα εγώ το πρόβλημα). Σήμερε, πάλε ετηληφώνησά της. Η αρφότεχνη μου είπε μου ότι δουλεύκει μια χαρά η Μιρμιόνα αλλά η αρφή μου εν έξω τζαι απλώνει ρούχα... Αν ήμουν κανένας γκόμενος όμως, ήταν να τα βάλει να στεγνώσουν στο microwave τζι' ήταν να δκιαβάζει τζαι να δκιεβάζει τζαι να τρώει αφροζάκια, τζαι να μου λαλεί, 'αγάπη, έσιεις χάζι.'

Βασικά τωρά εκατάλαβα. Ούτε το σάιτ της Μιρμιόνας έσιει πρόβλημα, ούτε το κοννέκτιον της αρφής μου. Το πρόβλημα είναι ότι εμάθαμεν να ενθουσιαζόμαστε μόνο με ό,τι έσιει σχέση με γκόμενους τζαι μαλακίες τζ' ότι εν δίπλα μας, αγάπη με το τσουβάλι, θεωρούμε το δεδομένο, βασικά, εν το θωρούμε. Σαν ένα σάκκο πατάτες, ποτζείνον που γοράζαμε πριν το '74 τζαι εκάνεν για να τρώμε τρώμεν τρεις μήνες, αλλά πάλε οι πατάτες πατάτες ήταν.

Έτσι, περιμένουμεν 'κόμα "love letters" που άντρες που ξέρουν μόνο να στέλλουν sms "μωρό τι κάμνεις" ("μωρό" είναι ο τίτλος, "τι κάμνεις" το κύριο μέρος, επίλογο είπε τους η μάμα τους να μεν γράφουν, ούτε αντωνυμίες όπως "μου" "σου" "σε") τζαι βάλλουμε στο σάκκο με τες πατάτες τα πολυσέλιδα που μας γράφουν ούλλοι οι άλλοι τζ' ούλλες οι άλλες.

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

17 του Ιούλη, της Αγιάς Μαρίνας
Ξιχάνω ούλλες τες γιορτές εκτός που μιαν, τζείνη της αρφής μου.
Η αρφή μου ήταν πάντα η μικρή (εγώ ήμουν η μεγάλη). Αθθυμούμαι που μας έπαιρνεν η μάνα μου κάθε Χριστούγεννα τζι' Ανάσταση να μας γοράσει τζινούρκα ρούχα στον Αντωνόπουλο τζ' έπαιρνε ένα ύφος 10 καρδιναλίων τζαι ελάλε, "θέλουμε ένα φορεματάκι για τη μικρή" (για μένα ελάλε, "ε, για τη μεγάλη εν τζαι 'σιετε τίποτε στα παιδικά που να της κάμνειμ εν ένει;). Ενοείτε ότι η αρφή μου ήταν 4 τζαι γω 6, για τζείνη 7 τζαι γω 9. Που 'μασταν τζ' οι δκιό μιτσιές-η αρφή μου η μιτσιά "μικρή" τζαι γιω η μιτσιά "μεγάλη" αθυμούμαι που ελάλεν ότι η αρφή μου εγεννήθην λειψή τζαι γι' αυτό έταξέν την πρώτα η γιαγιά μου η Ελέγκω τζι ύστερα η μάνα μου στην Αγιά Μαρίνα. Ελάλεν μας ότι ούτε νίσια είσιεν ούτε τα μάθκια της άννοιε τζι' ότι ένε τρώεν τίποτε. (Τούτα ούλλα εν πελλάρες γιατί αρώτησα την πόσο βάρος είσιεν η αρφή μου που γεννήθην τζ' είπεν μου 3,300 -- πιο κανονικό εν έσιει. Η νόρμα του κανονικού μωρού όμως ήμουν εγώ που γεννήθηκα πρώτη τζαι εζύγιζα 4,700. )
Εγιώ εν αθθυμούμαι ίντα λοής ήταν το μωρό μας, ούτε εδείξαν μου την ούτε εκαταλαβαίναν ότι εκαταλάβαινα. Αθυμούμαι όμως που για να φάει έπαιρνε την η μάνα μου να κάτσει μισςιμου πάνω στο γαουρούι της γειτόνισσας που κα' στο δρυ. Εκράταν στο 'να σιέρι το μωρό μας τζαι στ' άλλο μια κούππα φαριλακτέ τζαι γιώ ακλουθούσα που πίσω ώσπου να πάμε στη γειτόνισσα. Το μωρόν μας έτρωε μια-δκιο κουταλιές τζαι τζείνον ήτουν. Ύστερα ήβρεν άλλο κόλπο η μάνα μου. Έβαλλε το μωρό μας πα' σε μια καρέκλα ομπρός που τη φουντάνα της κουζίνας τζι άφηνε το νερό να σιγοτρέσιει για να παίζει το μωρό μας. Τζείνην την εποχή εκαταλιούσαμεν πολλύ νερό αλλά πάλε το μωρό μας μια δκιο κουταλιές έτρωεν. Στο τέλος η μάνα μου ήβρεν άλλη λύση να της ταίζει το φαριλακτέ. Έπιανε της τη μούτη με τα δκιο δαχτύλια τζαι εμπούκωνεν της το κουτάλι με το άλλο σιέρι. Με άμμουλλου της ελάλε με τίποτε.
Τζαι τωρά έτσι γίνεται. Πιάνει η αρφή μου το στόμα της μάνας μας να μεν πει τίποτε τζαι λαλείς της ίνταν που πήες τζαι ψούμνισε.
Anyway, το μωρό μας επαντρεύτην πριν που μένα. Είκοσι χρονών έκαμεν το πρώτο της μωρό, έναν όμορφο γιο, τζαι δύο χρόνια μετά εγέννησε την ανώμαλη την βαφτιστιτζιά μου (παίζει μπάσκετ, φορεί κάτι μαύρα ρούχα με σκελετούς, τζοιμάται ως το μεσημέρι τζ' αρέσκει της ο Νίνο). Έσιει κάτι αμμάθκια μπλε πιιριλλωτά τζαι εν όμορφη πολλά τζ' ούλλοι νομίζουν ότι η αρφή μου υιοθέτησέ την που τη Ρουμανία (είχαν πάντα λλίη φαντασία οι Κυπραίοι για την ιδιωτική ζωή των γεναικών τους).
Εξεχάστηκα όμως, εν για την αρφή μου μου που 'γραφα τζι' όι για την κόρη της.
Η αρφή μου εν πολλά οργανωμένη. Δουλεύκει ούλλη μέρα, έσσιει το σπίτι της στη τρίχα, λατρεύει τα κοπελλούθκια της αλλά τσιριλλά τους διότι εν σπασμένα τα νεύρα της που τζαιρό. Γοράζει τους τα πάντα, δκιεβάζει τους, πάει στο σχολείο τζαι ρωτά τους καθηγητές, στέλνει τους σιίλια ιδιαίτερα. Φροντίζει τζαι τον εαυτό της αλλά εν καταλαβαίνω που βρίσκει την ώρα. Κάποτε μιλώ της στο τηλέφωνο η ώρα 10 την νύχτα τζι' ακούω την που ασκομαχά τζι' αρωτώ της ίνταν που έσιει τζαι λαλεί μου ότι έννεν τίποτε, κάμνει ποδήλατο, τζαι συνεχίζει να μ' αρωτά αν γίνεται να κάμει το banking με αλληλογραφία. Εν τσιάκκος στα οικονομικά τζαι γενικά στη διαχείριση, στη κάθε είδους διαχείριση, διαχείριση νοικοκυριού, επιχειρήσεων, γάμου, πεθερικών, βασικά έβαλεν τους όλους τερπιέ. Εν κρίμα που έννεν η αρφή μου υπουργός τζαι εν ο Σταυράκης. Η αρφή μου τζαι πιο δημιουρκική ένι, τζαι πιο καπάτσα, τζαι πιο όμορφη τζαι πιο σεξουάλα. Τζ' ούτε φοάται πια τους αδρώπους ότι εννά της πουν ππα. Να φανταστείτε μια φορά που 'ταν φοιτήτρια επέρασεν δίπλα της πάν' στην Καλλιπόλεως ένας με την μοτόρα τζαι επείραξεν την, η αρφή μου έπιασεν τον που τα μαλλιά, έσυρεν τον κάτω τζ' έφτυσέν του.
Εμένα ποττέ της εν με χώνευκε (άμα της το λαλώ λαλεί μου εν η ιδέα μου μισςιμου) αλλά ώσπου πάει μαθαίνει να μ' αγαπά. Εγώ πάντα έμπαινα μπροστά άμα πήαινεν η μάνα μου να τη δέρει. Τζαι τωρά να πάει κάποιος να τη δέρει πάλε το ίδιο εννά κάμω. Ποιήματα ένε γράφει αλλά εν για τούτο που νιώθω ασφάλεια που 'ννα πηαίνω σπίτι της τζαι κάμνει μου καφέ (έσσιει ολόκληρ0 το σετ φεντζιάννια του καφέ, εμένα ένα φεντζιανούιν μου 'μεινεν τζαι τζείνο χωρίς το πιατούιν του).
Ρωτά με αν εν καλά να σπουδάσει ο γιος της μηχανικός περιβάλλοντος τζαι γιω αρωτώ την αν επάσιινα τζ' άλλο. "Είσαι καλή κόρη", λαλεί μου πάντα, "μόνο λλίη γράμμωση θέλεις". Τούτος εν ένας που τους πολλούς λόγους για τους οποίους την αγαπώ.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Ακροηθείτε λλίο γυρό σας ...

Ακούετε τίποτε να βουίζει εκτός που τους ζίζιρους;

Έτυχέ σας να διά γυρούς που την τζιεφαλή μια μέλισσα, τζαι σεις να φοάστε τζαι να κουμουλλώννετε σαν να σας αρμάζει ο παπάς τζαι τζείνη να φακκά πα στα σιείλη σας να της ανοίξετε να μπει μέσα να δρισιστεί; Εν τζαι μέλισσα, εν μιρμιόνα (οι μέλισσες φοούνται τζαι τους παπάες τζαι τα σιείλη των πλασμάτων).

Eφούσκωσε καμμιά φορά η ρόα κανενός δαχτυλιού σας τζαι σεις να μεν αθθυμάστε ούτε να καήκατε πα στο σίδερο ούτε να σας εμπήκεν αγκάθα; Εν τζι' αθθυμάσαι πάντα την ώρα τζαι τον τόπο που σε τσίμπισε, χώννεται πάντα τζαμέ που στάζει δροσερόν νερόν. Τζ' αν δεν έσιει νερό, αρέσκει της να γλείφει τες κοκκόνες των κκερασιών τζ' όπου αλλού αλλού γυαλίζει ζάχαρις για φρέσκον γαίμα.

Κόμα γυρεύκει να βρει όνομα.

Υanı, που λαρούν τζι οι Τούρτζοι ποτζεί, να σκεφτεί μιαν ιστορία να σας πει έτσι για να σας προσγελάσει τζαι να δώκετε σημασία.

Αν ξέρετε καμιά ιστορία για μιρμιόνες, για αν ακούσετε κανένα να συναφέρνει τούν' τη λέξη, στείλε τε μου εμαιλ να χαρείτε στο mirmiona@yahoo.com. Αν εζιούσε κόμα ο παππούς μου ο Γρουσόστομος ήταν να ξέρει να μου τα πει ούλλα, πού ζουν οι μιρμιόνες τζαι ίντα διαφορά έχουν που τα μελίσσια τζαι τες μέλισσες, αν κάμνουσιν τζαι τούτες μέλι τζ' αν δεν κάμνουν (που εν νομίζω να κάμνουν διότι όπου το φρέσκο κρέας εννα τες έβρεις πάνω του να ακκάννουσιν και να τραβολοούν κομματούθκια ), ίνταν που τρων ούλλον τον τζαιρό τζαι γιατί κρούζουν τες γεναίτζες (εγιώ μόνο γεναίτζες ξέρω που τες εκρούσαν μιρμιόνες, εννά σας πω τζαι για τούτο).

Προειδοποιώ σας όμως. Η μιρμιόνα εν έσσιει καμιά σχέση με τους Μυρμιδόνες και τους Τρώες τζαι τους Ατρίδες τζαι τον Αγαμέμνωνα (για τον Μέμνων εν είμαι σίουηρη, αν θέλετε σας πω τζαι για τούτον, τότε που εκαθουνταν τζει πάν στην Μούττη του Ράχου, τζαι εγεννήσαν τζειν το τελευταίο το κοπελλούιν τους, τον Στελλάκη, επαρπάταν τζαι εσυντίχανε μόνος του τζαι επήραν τον να του φκάλουν το φόο του τζι' ακούστην τότε ότι ήταν που τες μιρμιόνες ).

Αύριο εν να σας πω μια δική μου ιστορία, άκκασε μιρμιόνα τη μάνα μου. Η θκια μου η Αθονίκη λαλεί εν που τότε που στάζει η γλώσσα της ψατζίν τζαι μένα τριβιλίζουνται μες τον νου μου ζούθκια.


Μιρμιόνα