Το ξέραμε πως ο Σεπτέμβρης είναι από χαρτί
και οι καρδιές ντοματούλες απλωμένες σε εγκατελειμμένα μποστάνια
Κι όμως βάλαμε πάλι αιχμηρά μολύβια στα χέρια
των παιδιών και διώξαμε
τους εποχιακούς εργάτες.
Έφυγε κι ο Αχιλλέας για το Βουκουρέστι
να γίνει γιατρός
Το ξέραμε πως τον Σεπτέμβρη
βλοσυροί άγγελοι οι βιβλιοθηκάριοι
στέκονται στις πύλες
και ψάχνουν τις βαλίτσες
των επιβατών
Τα παράνομα μούρα απ’ την Αμερική
εκείνος τι τα 'θελε;
Φυγάδευσα για χάρη του μοσχεύματα
μέσα από χιονισμένα τοπία,
από μητέρες κι άλλες κακές μητριές,
ήθελα την αγάπη του.
Mου χάρισε δυο μικρούς ρωμαϊκούς λύχνους από τη Συλλογή του
δώρο για τον γάμο μου.
Διάβασα ξανά τα παραμύθια της Beatrix Potter
κι έμαθα απ’ έξω όλα τα μυστικά περάσματα
του κήπου—εκείνο του Τρελού Λαγού,
εκείνο του Σκίουρου,
του Καρυδιού,
του Γέρο Κατσούφη του Σοφού,
του Ιερώνυμου Ψαρά,
του Βάτραχου Τεμπελχανά
Μέσα συνάντησα μια αγέλη αδύναμα παιδιά
Zουμ-ζουμ τραγούδαγαν όλα μαζί
«ζουμ-ζουμ, ζουμ-ζουμ
μζούμζου-μζούμζου
τον χάρτινο Σεπτέμβρη
της καρδιάς»